Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

δε βρήκα

  • 1 застать

    застать βρίσκω, συναντώ \застать врасплох αιφνιδιάζω" я его не \застатьл δεν τον βρήκα
    * * *
    βρίσκω, συναντώ

    заста́ть враспло́х — αιφνιδιάζω

    я его́ не заста́л — δεν τον βρήκα

    Русско-греческий словарь > застать

  • 2 найти

    найти βρίσκω· я не нашёл... δε βρήκα...· как мне \найти? πώς να βρω; \найтись βρίσκομαι
    * * *

    я не нашёл… — δε βρήκα…

    как мне найти́? — πώς να βρω

    Русско-греческий словарь > найти

  • 3 никто

    I никто (никого, никому, никем, ни о ком) κανείς, κανένας· καμιά (о женщине)· \никто не приходил δεν ήρθε κανείς· \никто из нас... κανείς από μας· я никого не застал δε βρήκα κανένα* я ни к кому не обращался δεν αποτείθηκα σε κανένα* ни о ком не беспокойтесь μην ανησυχείτε για κανένα' он никем не был доволен δεν ήτανε ευχαριστημένος από κανένα II никто никому дат. л. от никто
    * * *
    (никого, никому, никем, ни о ком)
    κανείς, κανένας; καμιά ( о женщине)

    никто́ не приходи́л — δεν ήρθε κανείς

    никто́ из нас… — κανείς από μας

    я никого́ не заста́л — δε βρήκα κανένα

    я ни к кому́ не обраща́лся — δεν αποτείθηκα σε κανένα

    ни о ком не беспоко́йтесь — μην ανησυχείτε για κανένα

    он нике́м не́ был дово́лен — δεν ήτανε ευχαριστημένος από κανένα

    Русско-греческий словарь > никто

  • 4 найти

    найду, найдёшь, παρλθ. χρ. нашёл, -шла, -шло, μτχ. παρλθ. χρ. нашедший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. найденный, βρ: -ден, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. βρίσκω•

    найти клад βρίσκω θησαυρό•

    верное решение βρίσκω σωστή λύση•

    найти оправдание βρίσκω δικαιολογία•

    найти убежище βρίσκω καταφύγιο•

    его дома не нашли δεν τον βρήκαν στο σπίτι•

    найти удовольствие в чём-н. βρίσκω ευχαρίστηση σε κάτι•

    найти поддержку и уте-шние βρίσκω υποστήριξη και παρηγοριά.

    || ανακαλύπτω• επινοώ. || ανεβρίσκο, ξαναβρίσκω•

    наконец нашёл ключ επιτέλους βρήκα το κλειδί.

    2. θεωρώ, κρίνω•

    я нашёл его правым εγώ βρήκα ότι αυτός έχει δίκαιο найти кого-л. красивым βρίσκω κάποιον ότι είναι όμορφος•

    доктор нашл его здоровым ο γιατρός τον βρήκε υγιή.

    || κάνω εντύπωση, φαίνομαι•

    а как вы нашли его дочь? πως σας φάνηκε η θυγατέρα του; || παλ. καλοπιάνω, περιποιούμαι πετυχαίνω.

    εκφρ.
    найти себи – έχω επίγνωση του εαυτού μου, της κλίσης μου•
    найти смерть (могилу, конец) – βρίσκω το θάνατο, το τέλος.
    1. βρίσκομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. потерянная книга -шлись το χαμένο βιβλίο βρέθηκε.
    2. είμαι, υπάρχω, έχω•

    не -тся ли у вас карандаша? δε σας βρίσκεται ένα μολύβι;•

    -тся, что делать θα βρεθεί τι να κάνω, θα βρεθεί δουλειά να κάνω.

    3. βρίσκω τρόπο, τα καταφέρω. || αντιλαμβάνομαι αμέσως.
    найду, найдшь, παρλθ. χρ. нашёл, -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. нашедший
    ρ.σ.
    1. προσκρούω, πέφτω επάνω•

    найти на пень προσκρούω στο κούτσουρο•

    параход -шёл на мель το ατμόπλοιο εξόκειλε.

    2. συναντώ απρόοπτα, τρακάρω, πέφτω επάνω.
    3. καλύπτω, σκεπάζω•

    туча -шла на солнце σύννεφο σκέπασε τον ήλιο.

    4. (επ)έρχομαι, αρχίζω.
    5. κατέχομαι, κυριεύομαι, καταλαμβάνομαι, με πιάνει•

    -шла тоска μ' έπιασε θλίψη•

    -шёл испуг μ έπιασε φόβος•

    на него -шли припадки τον έπιασαν παροξυσμοί.

    6. συγκεντρώνομαι, μαζεύομαι, συναθροίζομαι, έρχομαι ομαδικά εισρέω•

    -ло много народу μαζεύτηκε πολύς κόσμος•

    к нам -шли гости μας ήρθαν μουσαφιρέοι•

    в лодку -шло много воды στη βάρκα μπήκε (εισέρευσε) πολύ νερό•

    дым -шёл в комнату καπνός μπήκε στο δωμάτιο•

    -шло в комнату дыму μπήκε στο δωμάτιο καπνός.

    || επιπίπτω, επέρχομαι, ενσκήπτω•

    -шёл шквал ενέσκηψε λαίλαπας.

    || υψώνομαι, σηκώνομαι•

    -шёл туман σηκώθηκε ομίχλη•

    -шли тучи σηκώθηκαν σύννεφα.

    Большой русско-греческий словарь > найти

  • 5 горе

    гор||е
    с
    1. ἡ λύπη, ἡ θλίψη [-ις], ἡ πίκρα, ὁ καημός, ὁ πόνος, ἡ δυστυχία:
    причинить кому-л, \горе φέρνω μεγάλη στενοχώρια σέ κάποιον удрученный \гореем κατα-λυπημένος, τεθλιμμένος, συντριμμένος ἀπ' τή συμφορά· с \горея ἀπό τόν καημό· к моему́ \горею или на мое \горе προς δυστυχίαν μου, δυστυχώς γιά μένα, γιά τήν κακή μου τύχη· \горе в том, что... τό κακό εἶναι πώς...·
    2. (в сложи, сущ.) ирон.:
    \горе-ры-боло́в ψαράς τῆς κακίας ὠρας· ◊ \горе мыкать κακοτυχώ, κακοπαθαίνω· ему́ и \горея мало разг δέν τόν μέλλει γιά τίποτε· \горе мне с ней разг βρήκα τό μπελά μου μαζί της· с \гореем пополам разг ὅπως-δπως, κουτσάστραβά· слезами \горею не поможешь погов. μέ τά δάκρυα δέ σώζεσαι.

    Русско-новогреческий словарь > горе

  • 6 досчитать

    ρ.σ.μ. κ. αμ. απομετρώ, τελειώνω τη μέτρηση• μετρώ ως.
    βρίσκω το λάθος λογαριάζοντας•

    долго я не мог досчитать пяти рублей; наконец -ал πολύ ώρα δεν μπορούσα να βρω, πώς λείπουν πέντε ρούβλια στο λογαριασμό• επιτέλους βρήκα γιατί•

    я тут не -ал двух рублей εδώ δεν συμπεριέλαβα στο λογαριασμό δυο ρούβλια•

    (για λογαριασμό) λείπω, δε φτάνω•

    после столкновения не-лись нескольких человек μετά τη συμπλοκή έλειψαν κάμποσα άτομα.

    Большой русско-греческий словарь > досчитать

  • 7 никто

    αντων. αρνητ.
    1. κανένας•

    никто не знает и никто меня не видел κανένας δε με ξέρει και κανένας δε με είδε•

    никто из них κανένας απ αυτούς•

    никто как он μόνο αυτός, κανένας άλλος, εκτός απ αυτόν•

    я никого там не нашл κανέναν δε βρήκα εκεί•

    я ни о ком не спрашивал δε ρωτούσα για κανένα.

    2. ουσ. ασήμαντος άνθρωπος, ανθρωπάκι, -πάριο.

    Большой русско-греческий словарь > никто

  • 8 отыскать

    отыщу, отыщешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отысканный, βρ: -отыскатькан
    -а, -о
    ρ.σ.μ.
    βρίσκω αναζητώντας• ψάχνω, ερευνώ, αναζητώ•

    потерянные вещи ψάχνω να βρω τα χαμένα πράγματα•

    отыскать виновников преступления αναζητώ τους ένοχους του εγκλήματος•

    я -ал мой ко-шелок ψάχνοντας βρήκα το πορτοφόλι μου.

    βρίσκομαι•

    украденные вещи -лись τα κλεμμένα πράγματα βρέθηκαν.

    Большой русско-греческий словарь > отыскать

  • 9 пересмотреть

    -мотрго, мотришь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пересмотренный, βρ: -рен, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. ξανακοιτάζω•

    я -л все книги, но нужной не нашл ξανακοίταξα όλα τα βιβλία, όμως αυτό που ήθελα δεν το βρήκα.

    2. επανεξετάζω, αναθεωρώ•

    пересмотреть вопрос επανεξετάζω το ζήτημα.

    3. κοιτάζω, βλέπω (όλους, πολλούς).

    Большой русско-греческий словарь > пересмотреть

  • 10 приискать

    -ищу, -ищешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. приисканный, βρ: -кан, -а, -о
    ρ.σ.μ. βρίσκω, εξευρίσκω ψάχνω να βρω•

    -ал себе хорошую квартиру βρήκα για τον εαυτό μου καλό διαμέρισμα.

    βρίσκομαι, εξευρίσκομαι.

    Большой русско-греческий словарь > приискать

  • 11 found

    1) βρήκα
    2) ιδρύω

    English-Greek new dictionary > found

См. также в других словарях:

  • βρίσκω — βρήκα, έθηκα 1. ανακαλύπτω κάτι που αναζητώ και ήταν χαμένο: Βρήκα το πορτοφόλι μου. 2. κρίνω, νομίζω: Βρίσκεις ότι αυτό είναι σωστό; 3. κληρονομώ κάτι: Ό,τι έχει ταβρήκε απ το θείο του. 4. σοφίζομαι, επινοώ: Βρίσκει πάντα τρόπο και ξεφεύγει. 5.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κουμπί — και κομπί, το (ΑM κομβίον) νεοελλ. 1. μικρό κομμάτι από μέταλλο, κόκαλο, πλαστικό ή άλλη ύλη, κυκλικό συνήθως, αλλά και με διάφορα άλλα σχήματα, που στερεώνεται σε ρούχα ή παπούτσια και μπαίνει σε ανάλογη με το μέγεθός του σχισμή ή θηλειά για να… …   Dictionary of Greek

  • Modern Greek grammar — Main article: Modern Greek The grammar of Standard Modern Greek, as spoken in present day Greece and Cyprus, is basically that of Demotic Greek, but it has also assimilated certain elements of Katharevousa, the archaic, learned variety of Greek… …   Wikipedia

  • βρίσκω — και βρέσκω (AM εὑρίσκω) 1. συναντώ κάποιον ή κάτι που ζητούσα, ανταμώνω 2. ανακαλύπτω κάτι χαμένο 3. φθάνω σ αυτό που επιδίωκα 4. ανακαλύπτω τυχαία, συναντώ κατά τύχη 5. εφευρίσκω, επινοώ, μηχανεύομαι 6. έχω από παράδοση, αποκτώ από κληρονομιά 7 …   Dictionary of Greek

  • γυρεύω — και γυρεύγω (AM γυρεύω) [γυρός] διαγράφω κύκλο τρέχοντας μσν. νεοελλ. τριγυρίζω ψάχνοντας νεοελλ. 1. επιζητώ, αναζητώ 2. επιδιώκω κάτι 3. εξετάζω, ερευνώ 4. φροντίζω, ενδιαφέρομαι 5. φρ. α) «γυρεύω φυρί, φυρί» αναζητώ επίμονα β) «γυρεύω ψύλλους… …   Dictionary of Greek

  • διάβολος — I Κακό και βλαβερό πνεύμα, που εμφανίζεται σε όλες τις θρησκείες και είχε πλούσιες περιγραφές στην κλασική λογοτεχνία, στα κείμενα της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης και στα έργα παλαιών χριστιανών συγγραφέων. Η λέξη δ. σημαίνει συκοφάντης και… …   Dictionary of Greek

  • ζόρι — το 1. άσκηση πίεσης, βία, καταναγκασμός 2. δυσκολία, δυσχέρεια, αντίσταση («τά βρήκα ζόρι» βρήκα δυσκολίες). [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. zor] …   Dictionary of Greek

  • μάστορας — (I) και μάστορης και μάστουρας, ο (Μ μάστορας και μάστορος και μάστρος) 1. έμπειρος τεχνίτης, άριστος γνώστης μιας τέχνης («έμαθε κοντά σε καλό μάστορα την τέχνη» 2. αυτός που διευθύνει εργάτες, αρχιτεχνίτης, κάλφας, προϊστάμενος και επόπτης… …   Dictionary of Greek

  • τραπέζι — το, Ν 1. έπιπλο αποτελούμενο από μια οριζόντια πλάκα στηριζόμενη σε τέσσερα πόδια, το οποίο χρησιμεύει για την παράθεση φαγητού αλλά και για την εκτέλεση εργασίας ή για την τοποθέτηση αντικειμένων, τράπεζα (α. «το τραπέζι τής κουζίνας» β.… …   Dictionary of Greek

  • φλέβα — η / φλέψ, εβός, ΝΜΑ, και φλέγα Ν 1. ανατ. (στην αρχ. από τον Ιπποκρ. και μετά) αιμοφόρο αγγείο το οποίο μεταφέρει φτωχό σε οξυγόνο αίμα από όλα τα μέρη τού σώματος στον δεξιό κόλπο τής καρδιάς 2. κοίτασμα ορυκτού 3. υπόγειο ρείθρο νερού («αἱ… …   Dictionary of Greek

  • Aorist — Der Aorist (griechisch ἀόριστος aoristos „die unbestimmte [Zeit]“[1]) ist in einigen indogermanischen Sprachen ein Tempus der Vergangenheit. Im Gegensatz zu anderen Vergangenheitstempora wie beispielsweise dem Imperfekt oder dem Perfekt… …   Deutsch Wikipedia

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»